Η Έξοδος της φρουράς του Μεσολογγίου μέσα από το Αναγνωστικό της Στ΄ Δημοτικού (1932)
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Εκτύπωση
Εις το πρώτον φως της αυγής φοβερόν θέαμα παρουσίασθη ενώπιον μου! Παντού καταστροφή· παντού χαλάσματα οικιών, και μέσα, γύρω εις αυτά, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, όλοι ήφανισμένοι εκ της πείνης και των ταλαιπωριών, χλωμοί, άσαρκοι, με τούς οφθαλμούς θολωμένους, με κατατρυπημένα ενδύματα, μόλις εσύροντο εις τους πόδας των. Έξω ηκούοντο γογγυσμοί και αναστεναγμοί άρρωστων, παρέκει έπιπτεν άλλος κατά γης λιπόθυμος εκ της αδυναμίας.
Εγώ, ο οποίος ευρέθην έξαφνα εκεί, ο οποίος δεν είχον συνηθίσει εις την κατάστασιν αυτήν, όπως οι άλλοι, ησθανόμην διαρκή φρίκην και η καρδία μου εσπαράσσετο. Ο,τι έβλεπον ήτο πολύ φοβερώτερον από όσα είχον ακούσει περί της οικτράς θέσεως της πολιορκουμένης πόλεως.
Μετέβην εις τα τείχη και εις τους προμαχώνας. Οι στρατιώται είχον καταντήσει φαντάσματα, σκελετοί, μόλις εκράτουν τα τουφέκια εις τας χείρας. Και όμως κανείς δεν παρεπονείτο, κανείς δεν εδειλίαζεν είχον όλοι την απόφασιν να αποθάνουν. Είδα με τα μάτια μου σκοπούς, οι οποίοι εξεψύχουν από την πείναν με το όπλον εις τας χείρας.
Και απέθνησκον πολλοί, όχι τόσον από τας σφαίρας του εχθρού, όσον από την πείναν και από τας φοβεράς ασθενείας, τας οποίας επροξένει η κακοπέρασις. Κατήντησαν να τρώγουν και αυτά τα ακάθαρτα ζώα σκύλους, γάτας, βατράχους, ποντικούς. Όλα τα χόρτα, και αυτά ακόμη τα αλμυρά της θαλάσσης φύκη, όλας τας ουσίας, αι οποίαι ήτο δυνατόν να μασηθούν. Και όλαι αυταί αι τροφαί κατέστρεφον τους δυνατωτέρους στομάχους, ανέπτυσσον ασθενείας θανατηφόρους. Πού δε μέσα, διά να περιποιηθούν τους ασθενείς! Πού γη, διά να θάψουν τους νεκρούς!
Και όμως το θάρρος των δεν εκλονίζετο· έμεινεν ασάλευτον, όπως ασάλευτα έμειναν και τα τείχη των. Και όταν προ ολίγων ήμερων ο Ιμπραίμ πασας επρότεινεν εις αυτούς να παραδώσουν τα όπλα και να φύγουν εκ της πόλεως, οι υπερασπισταί του Μεσολογγίου απεκρίθησαν:
«Οκτώ χιλιάδες αιματωμένα όπλα δεν παραδίδονται».
Έπρεπεν άνθρωποι με τόσην καρτερίαν να είναι κλεισμένοι εις τα αδύνατα εκείνα τείχη, δια να ανθέξουν εις δύο πολιορκίας, δια να κρατήσουν τόσας χιλιάδας Αλβανών και Αιγυπτίων γύρω των, δια να κινήσουν τον θαυμασμόν του κόσμου όλου και να προσελκύσουν την συμπάθειαν της Ευρώπης με το ηρωικόν τέλος των.
Πιστεύσατέ με, όταν εγύρισα μέσα εις την ηγιασμένην αυτήν πόλιν και αντίκρυσα παντού ανθρώπους, οι όποιοι είχον υποφέρει μαρτύρια διά την πατρίδα, εκοκκίνιζον από εντροπήν εγώ, ο όποιος ήμην υγιής, δυνατός, ο όποιος δεν είχον πάθει τίποτε. Μου εφαίνετο ως Ιεροσυλία, ότι ετόλμων να πατώ χώμα, το όποιον δεν είχον βρέξει, όπως όλοι εκεί, με το αίμα μου και με τα δάκρυά μου.
Επί τέλους η ωρισμένη ημέρα ήλθεν. Ήτο η Κυριακή των Βαΐων· έγινε καταγραφή των κατοίκων και ευρέθησαν εννέα χιλιάδες περίπου, εκ των οποίων αι τρεις ήσαν άνδρες του πολέμου, χίλιοι ασθενείς και ανίκανοι και πέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Κατά την δύσιν του ηλίου ηκούσθη από την κορυφήν του Ζυγού ο περιμενόμενος πυροβολισμός. Τότε ήρχισε να γίνεται η ετοιμασία της εξόδου. Εις την πόλιν μόνον ολίγοι έμειναν. Οι ασθενείς εκεί, όπου κατέκειντο. Οι γέροντες και άλλοι ανίκανοι προς πορείαν εκλείσθησαν εντός των δυνατωτέρων οικιών, ωπλισμένοι και εφωδιασμένοι με πολλήν πυρίτιδα, ώστε να πολεμήσουν όσον το δυνατόν και ν’ ανατιναχθούν εις τον αέρα μετά των εχθρών, όταν επί τέλους εισορμήσουν αυτοί. Δεν ημπορεί γλώσσα ανθρώπου να εξιστορήση την σύγχυσιν της ώρας εκείνης, τα δάκρυα των αποοχωριζομένων από προσφιλείς ασθενείς, τους αναστεναγμούς εκείνων, όσοι έμειναν οπίσω, την γενικήν λύπην των κατοίκων, οι οποίοι έφευγον από την αιματόβρεκτον πατρίδα των. Είδα πολλούς, οι οποίοι έδενον και εφύλαττον εις τα στήθη των, ωσάν φυλακτόν, ολίγον χώμα από την ηγιασμένην αυτήν γην.
Κατά το σχέδιον της εξόδου, εχωρίσθησαν εις τρία σώματα υπό την αρχηγίαν του Μακρή, του Τζαβέλλα και του Μπότσαρη. Πολλαί γυναίκες ενεδύθησαν ανδρικά ενδύματα και πολλά ανήλικα παιδιά οπλίσθησαν. Δύο ώρας αφού ενύκτωσεν, ήρχισεν η έξοδος. Ετέθησαν αι γέφυραι και διήλθον επ' αυτών κατ’ αρχάς οι άνδρες, οι οποίοι εκάθησαν κατά γης πέραν της τάφρου. "Έπειτα επέρασαν πολλά γυναικόπαιδα, αλλά με τόσην αταξίαν, ώστε μερικά έπεσαν εις την τάφρον. Κατόπιν εξήλθον και οι λοιποί άνδρες της φρουράς.
Όλοι εστάθησαν και επρόσμεναν ν’ ακούσουν πυροβολισμούς έξωθεν, καθώς είχε συμφωνηθή με τους άλλους Έλληνας αρχηγούς, ώστε να γίνη διπλή η επίθεσις κατά των εχθρών. Άλλ’ η ώρα παρήρχετο και δεν ηκούετο τίποτε. Οι Τούρκοι, οι όποιοι είχον πληροφορηθή τα της εξόδου παρά τίνος προδότου ήρχισαν να τουφεκίζουν και να κανονιοβολούν και πολλοί εθανατώνοντο από τας σφαίρας. Τότε μία φωνή ηκούσθη από όλα τα στόματα. «Εμπρός! Εμπρός!» και ώρμησαν όλοι με αλαλαγμόν.
Ο Τζαβέλλας ήτο εις το μέσον και οι δύο άλλοι αρχηγοί εις τα πλάγια. Εγώ ήμην με το σώμα του Τζαβέλλα εις την εμπροσθοφυλακήν. Δεν είχομεν ακόμη κάνει πολλά βήματα, και ακούομεν μίαν φωνήν τρομακτικήν:«Πίσω, πίσω!»
Γυρίζομεν καί βλέπομεν όλα τα γυναικόπαιδα, τα όποια μας ηκολούθουν να γυρίζουν προς την πόλιν. Έφεγγεν η σελήνη και διεκρίναμεν, ως να ήτο ήμερα, το φοβερόν καταπάτημα, το όποιον εγίνετο με την παράλογον αυτήν επιστροφήν. Αλλά δεν ήτο καιρός δια χάσιμον. Οι Τούρκοι μάς έτουφέκιζον διαρκώς. Τότε και οι πλέον αδύνατοι επήραν δυνάμεις. Και, χωρίς να βλέπωμεν που πηγαίνομεν, χωρίς να προσέχωμεν εις τους συντρόφους μας, οι οποίοι έπιπτον δεξιά και αριστερά, εχύθημεν ακράτητοι με τα γιαταγάνια εις τα οχυρώματα των πολιορκητών. Δεν ήμεθα πλέον άνθρωποι την ώραν εκείνην. Η απελπισία μας είχε κάμει θηρία. Και αι φωναί μας ακόμη δεν ήσαν ανθρώπιναι· ωμοίαζον με θηρίων φωνάς.
Οι εχθροί έφευγον με τρόμον, άμα ήκουον εκείνας τας φωνάς μας και έβλεπον τα γιαταγάνια μας ν’ αστράπτουν εις το φώς της σελήνης.
Επεράσαμεν όλον το στρατόπεδον των Τούρκων χωρίς μεγάλας ζημίας και εφθάσαμεν εις τους πρόποδας του Ζυγού, όπου ηλπίζομεν ότι θα εύρωμεν εκείνους, οι όποιοι θα ήρχοντο προς βοήθειαν μας εξωθεν. Αλλ’ εκεί μας επρόσμενεν η μεγαλύτερα συμφορά.
Όχι φίλοι, αλλ’ εχθροί μας υπεδέχθησαν, οι Αλβανοί του Μουσταφάμπεη. Εγελάσθημεν εκ της ενδυμασίας των και χωρίς υποψίαν, με χαράν μάλιστα, επλησιάσαμεν. Και εκείνοι εις το φως της σελήνης μας εσκόπευον άσφαλέστατα και μας εθέριζον.
Όσο επροφθάσαμεν εφύγομεν προς τας κορυφάς του βουνού και εκεί επί τέλους εύρομεν ολίγους φίλους, εν μικρόν σώμα του Δράκου. Αυτοί μας περιεποιήθησαν έδωκαν ολίγην τροφήν εις τους πεινασμένους και νερόν εις τους απηυδημένους εκ του φοβερού αγώνος Ήτο μεσονύκτιον τότε. Από την κορυφήν του βουνού εφαίνετο κάτω σκεπασμενον από τας φλόγας και τον καπνόν το δοξασμένον, το ηρωικόν Μεσολόγγι.
Γ. Δροσίνης
Από το Αναγνωστικόν Καθαρευούσης Στ΄ Δημοτικού του Δημοσθ. Ανδρεάδη, Αθήνα, 1932, που περιέχεται στη συλλογή Χρίστου Τσολάκη.