- Κατηγορία Θέματα Τοπικής Ιστορίας
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Αρχοντικά της Βέροιας – Το αρχοντικό του Σιορ Μανωλάκη
Ένα από τα αρχοντικά της Βέροιας, χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής μακεδονικής αρχιτεκτονικής, η οποία κυριαρχούσε στην πόλη, ήταν και το αρχοντικό του Σιορ Μανωλάκη. Η οικογένεια Σιορ Μανωλάκη ανήκε στην ανώτερη κοινωνική τάξη της πόλης, διατηρούσε αρκετά κτήματα και κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας μέλη της κατείχαν αξιωμάτα διοικητικά κ.α., ενώ σημαντική ήταν και η συμβολή της στο Μακεδονικό Αγώνα. Το σπίτι της οικογένειας βρισκόταν στην οδό Μητροπόλεως δίπλα ακριβώς από το Γυμνάσιο της πόλης. Κατεδαφίστηκε τα έτος 1960-1962 και σήμερα το χώρο όπου άλλοτε δέσποζε αυτό κατέχει νεόδμητη οικοδομή και η Πλατεία Δημαρχείου.
Ο Αναστάσιος Σιορμανωλάκης
Γεννήθηκε το 1852 και πέθανε το 1924. Ήταν γιος του γιατρού Εμμανουήλ Σιορμανωλάκη και της Ευδοξίας, το γένος Βικέλλα. Αναφέρεται μεταξύ των προυχόντων που πρωτοστάτησαν στην «Ένωση των Εκκλησιών» το 1892. Δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα όντας επικεφαλής της επιτροπής αγώνα της Βέροιας. Η επιτροπή φρόντισε την ασφαλή είσοδο του σώματος του καπετάν Κόρακα στη Βέροια τη Μεγάλη Παρασκευή του 1908, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση με ισχυρή οθωμανική δύναμη. Για τη δράση του εξορίστηκε από την οθωμανική κυβέρνηση στη Χρυσούπολη. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε πρώτος βουλευτής της Βέροιας στο ελληνικό κοινοβούλιο. Τιμήθηκε με παράσημο από την ελληνική κυβέρνηση.
Ένας από τους ανθρώπους που πρόλαβαν το αρχοντικό πριν την κατεδάφισή του ήταν ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Νίκος Μουτσόπουλος, ο οποίος το περιγράφει αναλυτικά στη μελέτη του «Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας».
Το νοικοκυρόσπιτο του Σιόρ Μανωλάκη ήταν τοποθετημένο στη Β πλευρά του οικοπέδου. Στο ισόγειο, σε παράταξη, αρχίζοντας από ΒΑ ήταν το αχούρι, ο στάβλος, το ζυμωτικό και ένα ισόγειο μαγειριό. Προς τη μεσημβρία, μια σειρά «ντερεκια» στηρίζουν τα «χαγιάτια» του ημιώροφου (του μετζοπατώματος). Η κυρία είσοδος του αρχοντικού βρισκόταν στην Α πλευρά, ήταν από «μεσέ» πλουμισμένη εξωτερικά, όπως όλες οι θύρες της Βέροιας, με πλατυκέφαλα γυ-φτοκάρφια. Εσωτερικά ασφαλιζόταν με τον «περάτη» (την αμπάρα) και το «μάνδαλο». Υπήρχε και μια άλλη θύρα για βοηθητικές εργασίες που φράχθηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Πλάι στη θύρα, εσωτερικά, βρισκόταν η βρύση.
Στη δυτική πλευρά της αυλής μια ξύλινη εξωτερική σκάλα σε σχήμα Γ οδηγούσε στο «χαγιάτι» του βασικού μετζοπατώματος. Στη δυτική πλευρά ήταν το μαγειριό και πλάι του υπερυψωμένη δύο κατά ή τρία σκαλοπάτια η «τζαμακιάν». Μετά την «τζαμακιάν» βρισκόταν η βιβλιοθήκη και στη ΒΑ γωνία η αποθήκη ρουχισμού και η «χρεία». Από το μεσημβρινό «χαγιάτι» του μετζοπατώματος, μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον όροφο, όπου βρίσκεται ο καλός «οντάς» που προεξείχε προς το δρόμο, με τον ευρύχωρο «δοξάτο» προς την εσωτερική αυλή.
Το σπίτι μετά την ανέγερση του είχε υποστεί αρκετές τροποποιήσεις. Πιθανότατα, υπήρχε και συμμετρικός οντάς στον όροφο που καταστράφηκε ίσως στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο καλός «οντάς» φωτιζόταν από τις τρεις πλευρές. Στη βορεινή πλευρά υπήρχαν δύο καφασωτά παράθυρα συμμετρικά στο «μπουχαρί»· άλλα τέσσερα σε μορφή βυζαντινών επικυπτικών θυρίδων υπάρχουν χαμηλά επάνω από τα «τικλίζια» της ανατολικής πλευράς για να βλέπουν την κίνηση του δρόμου. Τα παράθυρα αυτά είχαν μονάχα σκούρα. Επάνω από τις επικυπτικές θυρίδες υπήρχαν, αντίστοιχα στην καθεμιά, από ένας φεγγίτης με γύψινο σκελετό. Ανοίγματα επίσης ο «οντάς» είχε και στις μεσημβρινές πλευρές προς το «χαγιάτι», επάνω από τα «τικλίζια», που βρίσκονταν προς την ανατολική και μεσημβρινή πλευρά του «οντά» που υπερυψώνεται, κατά ένα σκαλοπάτι αμέσως μετά τη θύρα της εισόδου. Στη δυτική πλευρά του «οντά» ήταν οι «μούσαντρες» με ζωγραφισμένες στα «νταμπλαδωτά» φύλλα τους φυτικές παραστάσεις. Στη Β άκρη του τοίχου με τις «μουσάντρες» υπήρχε μια κρυφή πορτούλα και μια σκάλα που ανέβαιναν οι κοπέλες του σπιτιού στο πατάρι από όπου, μέσα από τα «καφάσια», περίτεχνα κρυμμένα μέσα σε ζωγραφιστές ζωφόρους, παρακολουθούσαν τις γιορτές και τα γλέντια στον «οντά». Η παράδοση αναφέρει ότι σε μέρες πονηρές ή για λόγους ανάγκης οι κοπέλες μπορούσαν να φύγουν από το πατάρι βγαίνοντας σ' ένα μπαλκόνι της Δ πλευράς και μετά από τον «παπαφίγγο» της στέγης, στη σκεπή και από μια κρυφή πόρτα έξω από το σπίτι.
Οι τοίχοι του «οντά» ήταν «καπλαντισμένοι» με ξύλο ζωγραφισμένο με χρώματα της κόλλας. Επάνω από το υπέρθυρο προεξείχε, γύρω στους τοίχους του «οντά», εσωτερικά, το «γκιλβί», ένα μικρό ράφι, ένα γείσωμα όπου τοποθετούσαν για το χειμώνα κυδώνια και, ρόδια. Το ταβάνι του «οντά» είχε γύρω λεπτά «σκουρέτα», πλουμισμένα με διάφορα λουλούδια, ανθέμια και σπίτια, και στο κέντρο τον οχτάγωνο «ταβλά». Οι τοιχογραφίες του «οντά» του αρχοντικού του Σιόρ Μα-νωλάκη παρουσιάζουν μεγάλο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και συνδέουν την περιοχή της Βέροιας, με τις αντίστοιχες διακοσμητικές τάσεις στην Καστοριά και τη Σιάτιστα την ίδια εποχή (αρχές του 19ου αι.).
Νίκος Μουτσόπουλος
Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας, Βέροια, 2000, 83-84.