Σε ποιον θα πέσει το φλουρί;

 

Σε ποιον θα πέσει το φλουρί;

 

Ο φτωχός λαός μας σαν βασικό είδος δίατροφής είχε την πίτα. Δεν κοστίζει πολύ κι ανάλογα με την επιδεξιότητα της νοικοκυράς γίνεται μια πολύ νόστιμη λιχουδιά κι’ αρέζει σ’ όλους μικρούς και μεγάλους.

Από ποικιλίες και παραλλαγές ένα σωρό. Λαχαινόπιτες, τυρό­πιτες, κρεαιτόπιτιες, ρυζοπντες, ταχινόππιες και λογής –λογής ψημένες στο φούρνο ή στη γάστρα πίτες μοσχοβολητές και λαχταριστές. Και το σπουδαιότερο ψωμί — φαΐ ένα.

Ειδικά στην πατρίδα μου τη Βέροια αν κάθε Σαββατόβραδο το σπίτι δεν είχε πίτα δεν ξημέρωνε Κυριακή... Χαρακτιριστικό εί­ναι ο μύθος που μολογούν για έναν παλιό Βεροιώτη που ανήμε­ρα το πρωί της Κυριακής πέρασε μπροστά απ' την εκκλησία της Αγιανάργυρης με τα ρούχα της δουλειάς το τσαπί και τον τρουβά στον ώμο για να κατηφορίσει στους μπαχτσέδες. Εκεί τον αντάμωσε ένας φίλος του και τον μάλωσε:

- Αρέ Γόλη δεν αντρέπισι, σήμερα Κυργιακή πααίνν’ς στη δλεια;

- Τί λες; Απού πού ως που Κυργακή. Αφού ιψές η γναίκα μ' δεν μ' έκαμιν πίτα.

Έτσι λοιπόν οι Βεροιωτάδες εξόν απ' την προτίμηση που είχαν στοα φασούλια (και δικαιολογημένα πήραν το παρατσούκλι Βιργιουτάδις - φασουλονταβάδις) ήταν και πιτοφαγάδες.

Μια πίτα όπως ξεχώριζε ολό­κληρο το χρόνο. Ήταν η πρώ­τη και καλύτερη και δεν έλειπε από κανένα σπίτι μήτε του φτω­χού μήτε του πλούσιου. Ήταν η πίτα της Πρωτοχρονιάς με όλα τα ντόπια έθιμά της. Βέβαια βασιλόπιτες κάνει όλος ο χαμός αλλά εμείς θα μιλήσου­με για την Βεροιώτικη που είχε δική της χάρη.

Από νωρίς την Πρωτοχρονιά οι Βεροώτισσες νοικοκυρές ετοιμάζονταν για να πλάσσουν την πίττα. Ανασκουμπωμένες καλά και τα μαλλιά του κεφαλιού μαζεμένα καλά με σφιχτό τσεμπέρι. Κοσκίνισμα του αλευριού με την ψι­λή τη σήτα, ζύμωμα, πλάσιμο. Κι ύστερα άνοιγμα απάνω, στο σουφρά τα φύλλα ένα- ένα και ψιλά άλειμα με λυωμένη λίγδα γουρουνίσια που μοσχοβολούσε, πρόχειρο δίπλωμα γιο να συμποτίσει η λίγδα καλά σ' όλο το ζυμάρι κι’ ύστερα τελικό άνοιγμα με τον πλάστη. Στο κάθε φύλλο πάλι λίγδα, και άπλωμα του καλοετοιμασμένου ζαϊρέ (γέμιση) πράσα τσιγαριστά και λιανισμένο με το τσεκουράκι στο κρεατοσάιδο διαλε­γμένο ψαχνό κρέας γουρουνίσιο και πασπάλισμα με λίγο τραιχανά για να γίνει η πίτα πιο αφράτη και πιο νόστιμη. Το δεύτερο το φύλλο απάνω στο πρώτο που είχε απλωθεί στο ταψί γέμιση και σε αυτό αλλά σ’ αυτό έπρεπε να βάλουν και το φλουρί που θα έβρισκε ο τυχε­ρός στο κόψιμο. Μαζί με τον παρά έβαζαν κάπου αλλού ένα κομματάκι κληματόβεργα για το αμπέλι, ένα άχυρο για το χωράφι, ένα ξύλινο τετραγωνάκι, για το σπίτι, κλπ. Μπαίνει και το απάνω φύλλο που αλείφεται κα­λά με λίγδα κι’ ύστερα τα επιδέξια χέργια πλέγουν γύρω-γύρω τον κόθαρο. Η πίττα στέλνεται στο φούρνο για ψήσιμο μαζί με τις ευχές της νοικοκυράς να καλοψηθεί να τραβήξει καλά και προ παντός να μην αρπάξει.

Η πίτα είναι έτοιμη και τα με­σάνυχτα που φεύγει ο παλιός ο χρόνος κι’ έρχεται ο καινούργιος όλη η φαμίλια αραδιασμένη γύρω - γύρω απ' το σουφρά άλλοι σε σκαμνιά κι’ άλλοι σταυροπόδι γιορτάζουν το κόψιμο και περιμέ­νουν με λαχτάρα ποιος θα ναι ο τυχερός. Η νοικοκυρά κάνει το σταυρό της και στριφογυρίζει το ταψί τρεις φορές ύστερα χτυπάει το μαχαίρι στην άκρη του ταψιού (για να ναι όλοι γεροί και σιδερένιοι) και κόβει την πίτα σταυρωτα κι’ ύστερα σε τρίγωνα κομμάτια. Ύστερα το κάθε κομμάτι το νομάτιζε. Αυτό για τον Αη - Βασίλη, για το σπίτι, για το αμπέλι, για το χωράφι, για το βιο, για τον νοικοκύρη, για την νοικοκυρά, για το πρώτο παιδί, το δεύτερο, το τρίτο κ.ο.κ.

Αρχίζει τώρα με αγωνία το άνοιγμα του κομματιού και το ψάξιμο του φλουριού για να βρεθεί ο τυχερός. "Νάτο! Νάτο!" φώ­ναζε απ' τη χαρά του ο μικρότε­ρος ο Βενιαμίν της οικογένειας (συχωρεμένη η αμαρτία μου αυτό δεν μπόρεσα ποτές να το καταλάβω πώς τα κατάφερνε η μάννα μου κι’ όλο η δραχμή έπεφτε στον μικρότερο αδερφό μου το Στεφάνή...) Όλοι χαιρόμασταν και περισσότερο ο τυχερός που θα καμάρωνε αύριο στον Άγιο-Βασίλη για να ανάψει κερί τη δραχμή που βρήκε.

Ο πατέρας σηκωνόταν όρθιος, πήγαινε πίσω - πίσω στην πόρτα έκανε το σταυρό του κι’ έλεγε μιαν ευχή απλή αλλά γιομάτη σοφία «Καλή μέρα, καλή χρονιά, γεννήματα και βιο, αμπέλια και κρασί, παράδες, μπιρικέτια, κουρίτσια και παιδιά, νύφες, γαμπροί κι’ αγγόνια».

Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν και πιστεύουν στην τύχη. Η δύ­ναμή της είναι τόσο μεγάλη που τ’ αλλάζει όλα. Το καλύτερο σύμβολο της τύχης είναι η πίτα της Πρωτοχρονιάς.

Και τώρα κόβουν πίτες πλούσιοι και φτωχοί δίκαιοι και αμαρ­τωλοί αλλά την πίτα όλων μας την κόβουν οι δαιφεντευτές του κόσμου αυτοί ξέρουν από πριν σε ποιό κομμάτι της γης θα πέσει το φλουρί...

 

Στέλιος Σβαρνόπουλος

"Σε ποιον θα πέσει το φλουρί", Βέροια, 30-12-1983, 1-2.

Διαβάστε περισσότερα...

Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην παλιά Βέροια

 

Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην παλιά Βέροια

 

Συνεχίζοντας την παρουσίαση ηθών και εθίμων της Βέροιας, παραθέτουμε απόσπασμα από άρθρο του κ. Γιώργου Καλογήρου σχετικού με τα ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς.

 

Τα κάλαντα
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς ψάλλονταν την παραμονή και τα κόλιντα που δίναν στα παιδιά ήταν τα ίδια με αυτά των Χριστουγέννων.

 

kreatopitaΤο κόψιμο της πίτας

Το βράδυ της τελευταίας μέρας του χρόνου η κοπή της κρεατόπιτας με το φράγκο (το νόμισμα που ήταν μια, δυο ή πέντε δραχμές) έμοιαζε με ιεροτελεστία. Όλη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι και στη μέση του τοποθετούνταν το μεγάλο στρόγγυλο ταψί με την ζεστή πίτα φτιαγμένη με μεράκι, με τα χρυσά χέρια της μητέρας. Ο πατέρας όρθιος γύριζε το ταψί τρεις φορές και το έκοβε σε τόσα ίσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας, προσθέτοντας άλλα δύο, ένα για τον Αγιο Βασίλη και ένα για τα κτήματα ή τη δουλειά. Τα κομμάτια ονοματίζονταν, με σειρά ηλικίας, απ' τον πατέρα και μπαίνανε στα πιάτα οπότε και άρχιζε το ψάξιμο για το φράγκο. Οποιος το έβρισκε ήταν ο τυχερός της νέας χρονιάς και ο πιο χαρούμενος της βραδιάς. Το νόμισμα κατέληγε στην Εκκλησία για το άναμα κεριού ή τοποθετούνταν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Μετά το φαγητό τα μέλη της οικογένειας έπαιζαν μεταξύ τους το τυχερό παιχνίδι "Πάρτα Όλα" ή χαρτιά, όχι φυσικά με χρήματα αλλά με (άβραστα) φασόλια, για το καλό του χρόνου.

 

Ο εκκλησιασμός

Την επομένη, πρώτη του έτους, σύσσωμη η οικογένεια, με τα καλά της και πάλι ρούχα, πήγαινε πρωί - πρωί στην Εκκλησία. Πολλοί προτιμούσαν το Ναό του Αγ. Βασιλείου που ήταν στην οδό Βενιζέλου, πίσω από το σημερινό Πνευματικό Κέντρο της Μητροπόλεως (δεν ξέρω αν ακόμα η εκκλησία σώζεται).

 

loukanika 600x350

Το γιορτινό τραπέζι

Συγκεκριμένο φαγητό για το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς δεν υπήρχε, όμως η παράδοση ήθελε στην κατσαρόλα πετούμενο. Ασφαλώς αυτό δεν ήταν τυχαίο. Υποθέτω πως ο συμβολισμός ήταν να "πετάει" δηλαδή, να ήταν χαρούμενη, ευτυχισμένη η οικογένεια όλη τη χρονιά.

 

Τα νόστιμα λουκάνικα

Από τον αξέχαστο Αντώνη Κεμιντζέ, που διετέλεσε Δήμαρχος Βέροιας επί σειρά ετών, είχα ακούσει το παρακάτω επίκαιρο χωρατό: Βεροιώτικη παρέα της εποχής εκείνης έπινε τα τσιπουράκια της κάθε μεσημέρι με πρόχειρα μεζεδάκια. Στην παρέα συμμετείχε κάπου κάπου και έμπορος γνωστής ντόπιας οικογένειας που δεν φημίζονταν για την... απλοχεριά του! Το σπίτι του εμπόρου ήταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, στην ανοιχτή δε σάλα της πίσω πλευράς του ήταν κρεμασμένα τα λουκάνικα του χριστουγεννιάτικου χοιρινού για να αεριστούν καλά πριν αρχίσει η κατανάλωσή τους. Ο επιτήδειος της παρέας, με ψηλό καδρόνι, κατέβασε τη νύχτα μερικά λουκάνικα του εμπόρου ο οποίος και ειδοποιήθηκε την άλλη μέρα να πάει το μεσημέρι στο γνωστό στέκι για τσίπουρο γιατί υπήρχε και καλός μεζές. Ανυποψίαστος ο έμπορος ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα εκείνη τη μέρα από το μεζέ ρωτώντας μάλιστα ποιανού ήταν τα νόστιμα λουκάνικα, που ήθελαν, όπως έλεγε, λίγο ακόμα αέρισμα, χωρίς να παίρνει απάντηση συγκεκριμένη. Το ίδιο επαναλήφθηκε και μερικές φορές ακόμα ώσπου κάποια μέρα ο έμπορος παρατήρησε ότι τα κρεμασμένα λουκάνικά του είχαν λιγοστέψει αισθητά. Κατάλαβε τότε τι είχε συμβεί και σκασμένος απ' το κακό του τα έψαλλε για τα καλά στους φίλους του οι οποίοι άκουσαν το ψαλτήρι σκασμένοι κι αυτοί, όχι βέβαια απ' το κακό τους, αλλά απ' τα γέλια.

 

163666 1259015773076 1760115751 505140 4639334 nΤα έθιμα των Βλάχων της Βέροιας

Οι Βλάχοι Βεροιώτες για την πρώτη του έτους είχαν το δικό τους έθιμο: Γύριζαν στους δρόμους ντυμένοι με την τριχωτή βαριά κάπα των τσομπάνηδων, με την κουκούλα στο κεφάλι, με ολοπρόσωπη μάσκα και με κουδούνια των προβάτων κρεμασμένα στο σώμα πάνω από την κάπα. Καθώς βάδιζαν αναπηδούσαν και τα κουδούνια, με τους διάφορους ήχους ακούγονταν από μακριά. Όπως με πληροφόρησαν το έθιμο στόχευε στο να τρομάξουν οι καλικάντζαροι από το θόρυβο των κουδουνιών και να απομακρυνθούν από την πόλη. Οι φέροντες τις κάπες και τα κουδούνια ονομάζονταν κδουναρέοι ή λιγκουτσαρέοι ή λιγκουτσάρηδες.

 

 

 

 

Γιώργος Καλογήρου

"Ήθη και έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς", Λάμδα,17 (Δεκ. 2001), 12-16.

Διαβάστε περισσότερα...

Χριστός γεννάται, δοξάσατε

 

Χριστός γεννάται, δοξάσατε

 

Η μανιά η μπάμπου άκσιν τα ουρνίθια που χαλούσαν κι σκώθκιν πουγάλια - πουγάλια απ’ τ’ γουνιά τ’ς. Όπ’ να ’νι δα βγουν τα μαστουρόπλα για τα κόλιντα, μουρμούρσιν κι σιέφκιν στου παρακέλ(ι). Γιόμουσιν ένα τρανό λιγκέρ(ι) μι κόλιντα, σύκα, σταφίδις, ξυλουκέρατα, καρύδγια, μύγδαλα, τσίντσφα κι του έβαλιν απάν’ στου τικλίζ(ι). Ύστρα έκατσιν πάλι στ γουνιά τ’ς κι μι του τσιμπίδ(ι) χίρσιν να σιμπάει τ’ φουτχιά, για να τσιατίσ(ει) του κούτσουρου. Η φέξ(η) απ’ τ’ γκαζόλαμπα είχιν κατιβεί. Πότι - πότι έσταζιν κανιένα λουκάνκου που κριέμουνταν στου τζιάκ(ι), μπουμπούτζιν η φουτχιά κι φιγκουλουγούσιν η νουντάς απ’ τ’ν μπουμπουρούτα...(*). Ζύουνιν η χαραή.

Τρανή αρχόντσα η μανιά η μπάμπου. Είχιν όλα τα καλά. Πουλύ βγιό, πουλύ τα'ιφάν. Πιδγιά, κουρίτσια, νύφις, αγγόνια, παραγγόνια... όλ(η) τ’ μιέρα έβαζιν του σπίτ(ι). Καλά μα τώρα όλνοι κοιμούνταν. Η μανιά διέν ήθιλιν κανιέναν σμά τ’ς αυτήν τ’ν αβραδιά. Ήθιλιν να φκιάσ(ει) τ’ αντέτχια μαναχιά τς. Κάθι χρόνουν αυτή άναβιν του κού­τσουρου στου τζιάκ(ι) κι του φύλαγιν ώσπου να καεί ντιπ κι ντιπ. Αυτή μοίραζιν τα κόλιντα στα μαστουρόπλα κι στ’ αγγόνια τ’ς κ’ ύστιρα, άμα βαρούσιν η σήμαντρους, νιμέν(η) κι αλλαγμέν(η), πάϊνιν στ’ν ικκλησιά. Όλα τα γράμματα τα ήξιριν απ' όξου. Μιταλάβνισκιν, έπιρνιν αντίδιρου κι γυρνούσιν στου σπίτ(ι). Τ’ φλούσαν όλνοι του χιέρ(ι), ίπινιν ψίχα κρασί, κατά πως ήταν τ’ αντέτ(ι), ίπινιν τουν κάιβέ τ’ς, προυέβουνταν κι ύστρα πάϊνιν στου γιατάκι τ’ς κι... τουν έπιρνιν...

(…) Τα κόλιντα μιταλάβνισκιν η μανιά κι τα Χριστούγιννα όλ(η) η φαμπλιά. Ίσια μι τ’ν ώρα είχαν μπιτίσ(ει) όλα τα χουζμέτχια. Οι δούλις έλουσαν τα μούτσιανα κι τα έβαλαν να κοιμθούν. Του σπίτ(ι) μουσκουβουλούσιν απ’ τ’ν παστράδα. Όλνοι οι νουντάδις στρουμέν(οι) μι κιτσέδις. Οι γύρ(οι) κι τα σιντόνια στα τικλίζια κριτσνούσαν καλουπλυμένα κι λουλακιαζμένα. Στα τζιάκια παρδαλά τζιακλίκια, στα γκιλιβιά αραδγιασμένα τα ρόιδα κι τα κδώνια. Οι μσάντρις όλου ζουγραφχιές. Στουν καλό του νουντά κι στου τζιαμακιάν(ι), που ήταν στρουμένα μι πέφκ(η), στραφτουκουπούσαν τα μαγκάλια απού τόντσ(ι). Στου κάτ’ ανώι, που ήταν του τρανό του μαγειργειό, απάν’ στ’ς φιγούδις, έβραζαν οι τιντζιρέδις μι τ’ς σαρμάδις κι τα πιτνάργια για του ζμί. Οι μπακλαβάδις κι τα σαραϊλιά ρουφούσαν του σιρόπ(ι). Του μισίρκου μι του ρύζ(ι), τ’ς σταφίδις κι τα κάστανα, ρόδζιν στου φούρνου... Η μανιά, που ήταν μιταδουμέν(η), τα γιόβουνταν να δεί αν ήταν στουν κιριμέτ’ τα...
Ζύουνιν να φέξ(ει). Ξημέρουναν Χριστούγιννα. Η σήμαντρους βαρούσιν... τάγκα - τάγκα - τάγκα... να ξυπνήσουν οι Χριστχιανοί, για να πάν ταχύ - ταχύ στ’ ν ικκλησιά ν ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...».

Όλνοι στου σπίτ(ι) τ'ς μανιάς τ’ς μπάμπους, αλλαγμέν(οι) μι τα λαμπρά τ’ς, καρτιρούσαν να τ’ς στείλ(ει) χαμπέρ(ι) η αφιέντ’ς για να κνήσουν... Οι μκρές οι νύφις είχαν βάλ(ει) τα χρυσά τα φουστάνια που δεύτιρα διέν είχιν η Βέργια... Η μνιά έβαλιν του γαλάζιου μι τα χρυ­σά τα άστρα. Η άλλ(η) έβαλιν του βαθύ του γαλάζιου μι τ’ ασμιένια τα ψάργια μ τα χρυσά τα κιφάλια. Η άλλ(η) έβαλιν του λαχανί μι τα χρυσά κι τ ασμιένια τα λουλούδγια. Τα μακρουλιέμπατα τ’ς ήταν χρυσουκιντημιένα α πού πάν’ ως κάτ’. Τα φακιόλια τ’ς όλου μαργαρτάρ(ι) σιχαντρίκ(ι). Έβαλαν καδένις, φλουργιά, μαργαρτάργια, αντισέδις, αλτσιδουπούλις, δαχλίδγια κι τσουράκια διαμαντένια... Στα πουδάργια τ’ς είχαν πουδήματα ως απάν’, άσπρα, μι δισίδγια που τ’ς τάφιραν οι πραματιφτάδις παραγγιλιά απ' του Βουκουρέστ(ι)...

Οι τρανιές οι νύφις τ’ς μπαμπούς, που τώρα ήταν κι αυτές μανιές μ’ αγγόνια, φουρούσαν τ' αντιργιά μι τ’ς χρυσές κι τ’ς ασμιένις τ’ς βίτσις. Τα σαρίκια τ’ς όλου φλουρί Βινέτκου. Οι τζιουμπέδις γουνιαζμέν(οι) όλου μήλου κι μάγλου. Οι άντρις μι τ’ αντιργιά τ’ς, μι τ’ς τζιουμπέδις τ’ς κι μι τα κόκκινα τα φέσια...

Άμα γιόμουσιν η κλησιά η αφιέντ’ς έστλιν τουν καντηλανάφτ(η) να φουνάξ(ει) τ’φαμπλιά τ’ς μανιάςτ’ς μπαμπούς... Μανιάααα...μανιά- αααα... άιντιστι... η αφιέντ’ς ισάς καρτιράει... για να βάλ(ει) βλουγητό. Κίντσαν για τ’ν ικκλησιά... Μπρουστά κι πίσου πάιναν δγυό δούλ(οι) μι τα φανάργια για να τ’ς φέγγουν. Πρώτα κίντσαν οι πιθιρές, ύστρα οι δούλις μι τα μούτσιανα, του κατόπ(ι) οι νύφις κι πίσου οι άντρις για να τ’ς φλάγουν απ’ τ’ς κλιέφτδις. Όλνοι στ’ν ικκλησιά τ’ς έφκιασαν τόπουν για να πιράσουν. Οι πιθιρές έκατσαν η κάθιμνιά στου θκό τ’ς του στασίδ(ι). Οι νύφις σμά τ’ς ουλόρθις, καμαρουτές - καμαρουτές, μι τα χιέργια τ’ς σταυρουμένα απάν’ στ’ς πουδγιές τ’ς κι τα μάτχια τ’ς κάτ’. Οι άντρις κι τα μούτσιανα κουντά στου ψαλτήρ(ι). Τα τρανήτιρα τα πδόπλα πήραν τα ξιφτέργια...κ’ η αφιέντ’ς... χίρσιν...

Μέσα οι ψαλτάδις έψιλναν το... «Χριστός γεννάται, δοξάσατε»... κι όξου η Θος τλούπις - τλούπις έρχνιν του χιόν(ι)... Ότ,(ι) χράζου- νταν... Χριστούγιννα μι χουρίς χιόν(ι) γιένιτι απ’ διέ γιένιτι;

Άμα μιτάλαβιν όλους η κόσμους κι πήριν αντίδιρου, τ’ς ιφκίθκιν η αφιέντ’ς «σ’ έτη πουλλά» κι χίρσαν ένας - ένας να βγαίνουν απ’ τ’ν ικκλησιά, να παίρνουν τα σουκάκια κι απού κάτ’ απ' τα σιαχνισιά κι τ’ς αστριχές να πάίαίνουν στα σπίτχια τ’ς.

Όλ(η) η φαμπλιά τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους, είχιν μαζουχτεί στ’ ανώι. Τα μούτσιανα πήραν απού μνιά ματσούκα, χίρσαν να βαρούν τ’ν πόρ­τα τ’ς μανιάς κι να τραγδούν όλνοι μαζί, μκροί τρανοί...

Χριστούγιννα προυτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι.

Γιννιέτι κι βαφτίζιτι, στους ουρανούς επάνω.

Κόοοοολιντα μπάμπου...

Μέεεεεεελιντα μπάμπου, Χριστός γιννιέεεεεετι μπάμπου...

Άνξιν η μανιά του νουντά τ’ς, ένας - ένας σιέβιναν μέσα. Τ’ς φλούσιν η μανιά κι τ’ς δώρζιν. Τ’ς τρανιές τ’ς νύφις απού ένα πιντόλιρου... Τ’ς μκρές απού ένα τισσιράρ(ι). Τ’ς άντρις κι τ’ς δούλ(οι), απού μνιά λίρα. Τα πδόπλα απού ένα δίγρουσου κι τα κουρτσούδγια κι τ'ς δού- λις απού ένα μαμουντιέ, για να του βάλουν στ’ν μπουρλιά...

Όσου να βγάλουν οι μκρές οι νύφις τα χρυσά τα φουστάνια τ’ς κι να βάλουν τ’ς στόφις, οι αλνοί σιέφκαν στουν τρανό του νουντά για να φκιάσουν τ’ αντέτια, για να πχιούν του ζμί κι να προύιφτούν. Η μανιά άλλαξιν κι αυτή. Έβαλιν του κισμιριένιου του πκάμψου τ’ς, του χρυσό του αντιρί τ’ς, του σαρίκ(ι) μι τουν τιπέ όλου ψαρότσιφλου Κουσταντινάτου κι έκατσιν σταυρουπόδ(ι) απάν' στου τικλίζ(ι), στουν καλό του νουντά κι καρτιρούσιν τ’ς βίζιτις... Οι μικρότιρ(οι) πάϊναν στ’ς τρανίτιρ(οι). Σ' όλου του σόι η μανιά η μπάμπου ήταν τρανίτιρ(η). Πρώτους πήγιν η αφιέντ’ς για του «σ’ έτη πουλλά». Κ' ύστρα... κι αν διέν πήγαν...ζμπιθιροί.,.παραζμπιθιροί... τα σόϊα απ’ τ’ς νύφις... τα σόια απ’ τ’ς γαμπροί... Τούχαν τιμή να πάν’ στ’ μανιά να τ’ φλήσουν του χιέρ(ι) κι να θαμάξουν του χρυσό του αντιρί που σώθκιν απ' τα χρόνια τ’ς βασίλτσας τ’ς Βιργίνας... Έτσ(ι) τ’ άξιν η μανιά απ' τ’ν παραμανιά τ’ς, έτσ(ι) μας τάφκιν, έτσ(ι) δα τ’ αφήκουμι κι μείς...

Οι δούλις στου μαγειργειό ιτοίμαζαν τ’ς δίσκ(οι). Οι μκρές οι νύφις κιρνούσαν τ’ς γνιαίκις στουν καλό του νουντά χ' οι τρανιές τ’ς άντρις στου τζιαμακιάν(ι)...

Η πρώτους η δίσκους είχιν λουκούμ(ι) τ’ς Σύρας, ρακί μιλτσάτ(η) κι καϊβέν. Η δεύτιρους η δίσκους, μι τ’ ασμιένα τα χλιάργια απάν’ στα πουτήργια μι του νιρό, είχιν τουν πιλτέ. Η τρίτους η δίσκους είχιν τουν μπακλαβά...

Όλου τιμή κι χαρές στου σπίτ(ι) τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους. Όλα τάπραξιν μι γνώσ(η)... Καλά μα...τόσου ήταν... Γιατί κατά πως λιέει κι του τραγούδ(ι):

Στα χίλια ουχτακόσια κι στα ιξήντα δγυό,

Αυγούστου δικα πέντι μέρα Παρασκιβή,

κάηκιν η Βέργια όλη κι όλου του τσιαρσί...

Τότις κάηκιν κι όλου του βγιό τ’ς μανιάς τ’ς μπαμπούς... Σπίτχια, μαγαζγιά, χάνια, τ’ αργαστήργια που έφκιαναν τα χαβλιά κι τα έστιλναν στ’ν Κουσταντινούπουλ(η) κι στου Βουκουρέστ(ι)... Κάηκαν τα φλουργιά... κάηκαν τα μαργαρτάργια... κάηκαν τ' αμανέτχια... Κάη­καν τα χρυσά τα φουστάνια... Κάηκιν κι του χρυσό του αντιρί, τ’ς Βιργίνας... Διέν τ’ς απόμνιν τίπουτας... Κόσμους κι ντουνιάς απόμνιν ντιπ στου ξιάστιρου....

Κι ήρθαν πάλι τα Χριστουγιννα... κι η Θος έρχνιν τλούπις - τλού- πις του χιόν(ι)... κι γιόμουσιν η κλησιά απού κόσμουν... Καλά μα τώρα... μούνγκι οι καντήλις στραφτουκουπούσαν... Οι δόλις οι γνιαίκις ήταν σα χήρις. Ούτι ένα φλουρί, ούτι ένα σπυρί μαργαρτάρ(ι), ούτι ένα διαμαντικά... Κι όταν η αφιέντ’ς τ’ς είπιν να γουνατίσουν όλνοι μαζί κι να παρακαλέσουν τουν Θο που γιννιούνταν να φέρ(ει) πάλι τ’ς καλές τ’ς μιέρις... τότις γίνκιν του θάμα... Η τρανή η καντή­λα μι τα δώδικα τα καντηλούδγια απού τριούρ(ι), που κρέμουνταν απ' τουν ουφαλό τ Παντουκράτουρα, ζύουνιν να σβήσ(ει) κι απέταξιν κάτ(ι) σκαλίθρις που κατά λαχτάρσαν όλνοι... κι σταυρουκουπήθκαν... Είδιτι; τ’ς είπιν η αφιέντ’ς. Ιά του θάμα... Η Θος μας άκσιν...

Άρξαν...καλά μα ήρθαν πάλι οι καλές οι μέρις. Ξαναέφκιασαν η κόσμους του βγιό τ’ς... κι ξαναπήγαν στ’ν ικκλησιά τα Χριστουγιννα οι Βιργιώτσις λαμπρουφουριμένις... μι τα φλουργιά τ’ς κι τα μαργαρτάρια τ’ς, μι τ’ς αντισέδις κι τα δγιαμαντικά τ’ς... για ν’ ακούσουν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...». Τάφκιασαν όλα απ’ τ’ν αρχή... Μούνγκι τα χρυσά τα φουστάνια κι του χρυσό του αντιρί τ’ς μανιάς τ’ς μπάμπους διέν μπόρισαν να τα ξαναφκιάσουν. Αυτά πάν’... χάθκαν... όσνοι τα είδαν, τα είδαν. Οι αλνοί τα γνώρσαν απού στόμα σι στόμα... Απ’ τι μένα κι απ’ τι σένα...
Η μανιά η μπάμπου έζησιν ικατόν δεκαπέντι χρόνια... Ήταν Χρι- στούγιννα... Πρόφτασιν, μιτάλαβιν τα κόλιντα... κι σχουρέθκιν τ’ν άλλ(η) τ’ μιέρα, ταχύ - ταχύ, τ’ν ώρα που η αφιέντ’ς έψιλνιν... το«Χρι­στός γεννάται, δοξάσατε...».

Θε σχουρέσ’ την...

Βούλα Χατζίκου

Απόσπασμα από την βεροιώτικη ιστορία της Βούλας Χατζίκου "Χριστός γενάται δοξάσατε", Βεροιώτικες Ιστορίες και Παραμύθια, Αθήνα, 2002, 19-23

Διαβάστε περισσότερα...

Το έθιμο Ρουγκάτσια στο Ν. Ημαθίας

01Το Δωδεκαήμερο κατέχει ξεχωριστή θέση στο λαϊκό εορτολόγιο με πλούσια εθιμολογία στη διάρκεια των τριών μεγάλων εορτών: Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων. Μιας περιόδου τόσο κρίσιμης για την κοινοτική ζωή, επιτελούνταν μια σειρά από τελετουργίες οι οποίες είχαν ως σκοπό τον εξευμενισμό και τον εκδιωγμό των κακών δυνάμεων που βρίσκονταν στη γη τις μέρες αυτές με αποτέλεσμα η καινούργια χρονιά να είναι καλή και γόνιμη. Ιδιαίτερη θέση σ’ αυτές τις γιορτές κατέχει το έθιμο «Ρουγκάτσια» που γινόταν στα χωριά του κάμπου (ρουμλούκι) της Ημαθίας.

 

02Σκοπός του εθίμου ήταν η κοινοτική προσφορά (συγκέντρωση χρημάτων και καρπών για χτίσιμο σχολείων και εκκλησιών). Άνδρες νεαρής κυρίως ηλικίας ντυμένοι με φουστανέλες οι «ρουγκατσιάρηδες», όπως τους έλεγαν κρατώντας στα χέρια τους ξύλινα σπαθιά ξεκινώντας πρώτα από την εκκλησία χόρευαν σ’ όλα τα σπίτια του χωριού με την συνοδεία μουσικών οργάνων (ζουρνάδες). Κάθε φορά που έφθαναν στην είσοδο κάποιας αυλής σταματούσαν, σχημάτιζαν κύκλο και άρχιζαν να χορεύουν. Δέχονταν κεράσματα όπως ρακί, κρασί, τυρί και χοιρινό κρέας που ήταν άφθονα εκείνες τις μέρες στα σπίτια. Παρουσίαζαν αυστηρά μια συγκεκριμένη σειρά συνεχόμενων χορών όπως: περπατητός, προσκυνητός, συγκαθιστός, ρουγκατσιάρικος και πατρώνα.

 

06Το έθιμο απαιτούσε, όταν συναντιόταν δύο ομάδες από ρουγκάτσια έπρεπε να υποταχτεί η μία στην άλλη, περνώντας κάτω από τα σπαθιά, διαφορετικά τα μέλη τους συγκρούονταν μέχρι θανάτου ώστε να αναδειχθεί η ισχυρότερη και η ικανότερη της περιοχής.

 

Σάκης Σταυρίδης – Υπεύθυνος Τμήματος Λαογραφίας

Φωτογραφικό υλικό από το διαδικτυακό τόπο zaliosparadosi.blogspot.com

Διαβάστε περισσότερα...

Το έθιμο Ρουγκάτσια από το τμήμα Λαογραφίας της Κ.Ε.Π.Α.

Το Δωδεκαήμερο κατέχει ξεχωριστή θέση στο λαϊκό εορτολόγιο με πλούσια εθιμολογία στη διάρκεια των τριών μεγάλων εορτών: Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανίων. Ιδιαίτερη θέση σ’ αυτές τις γιορτές κατέχει το έθιμο «Ρουγκάτσια» που γινόταν στα χωριά του κάμπου (ρουμλούκι) της Ημαθίας. Σκοπός του εθίμου ήταν η κοινοτική προσφορά (συγκέντρωση χρημάτων και καρπών για χτίσιμο σχολείων και εκκλησιών). Άνδρες νεαρής κυρίως ηλικίας ντυμένοι με φουστανέλες οι «ρουγκατσιάρηδες», όπως τους έλεγαν κρατώντας στα χέρια τους ξύλινα σπαθιά χόρευαν σ’ όλα τα σπίτια του χωριού με την συνοδεία μουσικών οργάνων (ζουρνάδες). Κάθε φορά που έφθαναν στην είσοδο κάποιας αυλής σταματούσαν, σχημάτιζαν κύκλο και άρχιζαν να χορεύουν. Παρουσίαζαν αυστηρά μια συγκεκριμένη σειρά χορών όπως: περπατητός, προσκυνητός, συγκαθιστός, ρουγκατσιάρικος και πατρώνα.

Το έθιμο παρουσιάστηκε από τη χορευτική ομάδα (Τμήμα εκπροσώπησης) του τμήματος λαογραφίας της Κ.Ε.Π.Α Δήμου Βέροιας την Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου  σε κεντρικά σημεία της πόλης. Η ομάδα ξεκίνησε με προσκύνημα στο μητροπολιτικό ναό της Βέροιας και ακολούθησαν επισκέψεις σε εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες του τόπου. Στη συνέχεια το χορευτικό τμήμα περιόδευσε στο κέντρο της πόλης, όπου παρουσιάστηκαν χοροί του εθίμου. 

Περισσότερα για το έθιμο βλέπε σχετική ανάρτηση

Διαβάστε περισσότερα...

Χριστούγεννα (Δέσπω Παναγιωτίδου)

Χριστούγεννα

Χριστούγεννα: τα σήμαντρα μιλούνε στη γαλήνη

μέσα στη φάτνη κείτεται σαν βρέφος ο Θεός!!!

Χρυσά φτερά φτεροκοπούν στην γη την καλωσύνη

ανοίξτε όλοι τις καρδιές και δεύτε πάρετε το φως!

 

Χριστούγεννα: Ας ψάλλουμε το επί γης ειρήνης

την δύναμη ας πάρουμε απ' το θαμμα της σπηλιάς

τα σήμαντρα και τα φτερά στης νύχτας τη γαλήνη

λαλούν και χύνουν βάλσαμο στα βάθη της καρδίας.

 

Χριστούγεννα: κι ανοίγουνε οι ουρανοί τα θάμπη

κι' οι αρχάγγελοι τραγουδούν με τα λευκά φτερά.

Δώσε, Χριστέ, λίγη χαρά, σαν ήλιος και να λάμπει

στους κάμπους και στα πέλαγα εδώ και μακριά.

Δέσπω Παναγιωτίδου

Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα Αστήρ της Βέροιας, 25-12-1939

Διαβάστε περισσότερα...

Χριστούγεννα (Γαβριήλ Εμ. Χριστοφορίδη)

Χριστούγεννα

 

Σμίγουν απόψε άγγελοι με ανάσες ζώων

γύρω στη φάτνη, το λίκνο του θεού

μια συνηχία που δονεί τις διψασμένες

ψυχές γι' αλήθεια, για ελπίδα λυτρωμού.

 

Στάζουν τα ουράνια μελωδία παντού

κι' η πλάση αναπέμπει θεία μέλη.

Σιγούν οι άνεμοι, ή νύχτα σβήνει

στο υπερκόσμιο φως που ανατέλλει.

 

Για μια νυχτιά στους ουρανούς με τους αγγέλους πάνω,

γύρω στο θρόνο του θεού ας μείνουν οι ψυχές μας

απ' της αγάπης το αστραποβόλημα ας φωτισθούν κι' αυτές

ας λάμψουν πλέρια από γαλήνη οι μορφές.

 

Γαβριήλ Εμ. Χριστοφορίδης

Δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα Αστήρ της Βέροιας, 25-12-1939

Διαβάστε περισσότερα...

Η επίσκεψη του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου στη Βέροια (17-12-1925)

Η δικτατορία του Θεόδωρου Δ. Πάγκαλου διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1925 μέχρι τον Αύγουστο του 1926. Κατά τη διάρκειά της ο ίδιος ο δικτάτορας ταξίδευε σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1925 αφίχθη στη Θεσσαλονίκη ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος. Σκοπός του ταξιδιού, σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου, ήταν η περιοδεία στη μακεδονική ύπαιθρο και η θεραπεία τυχόν τοπικών αναγκών. Παράλληλα, το ταξίδι του δικτάτορα θα πρέπει να συνδυαστεί με τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, για τις οποίες ο ίδιος δήλωσε ότι ο λαός επρόκειτο να ψηφίσει το δημοτικό άρχοντα που αυτός επιθυμεί, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές. Ο ουσιαστικό λόγος της επίσκεψης του όμως, σχετίζεται μάλλον με τη διερεύνηση της δυναμικής του κινήματος στην ελληνική ύπαιθρο και την περαιτέρω πορεία και δράση του σε μια εποχή, που, ήδη, είχαν ξεκινήσει οι προσπάθειες ανατροπής του.

Μεταξύ των μακεδονικών πόλεων, τις οποίες επισκέφτηκε ο Πάγκαλος ήταν και η Βέροια. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου, έφτασε στην πόλη το απόγευμα της Πέμπτης 17 Δεκεμβρίου 1925, προεχόμενος από τη Θεσσαλονίκη. Κατά την ολιγόωρη παραμονή του στην πόλη επισκέφθηκε τη στρατιωτική λέσχη όπου παρατέθηκε δεξίωση προς τιμήν του. Εκεί, είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με αξιωματικούς της 10ης Μεραρχίας, σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ο Πάγκαλος αναχώρησε από τη Βέροια τα μεσάνυχτα με κατεύθυνση της Θεσσαλονίκη.

φιξις κ. Παγκάλου

Τν 8.15 μ.μ. τς Πέμπτης 17ης τρέχοντος, αφίκετο, Πρωθυπουργός κ. Πάγκαλος συνοδευόμενος πό το Γενικο Διοικητο κ. Παναγιωτοπούλου κα τοπάσπιστο του, γενόμενος δεκτός ν τ Σιδ. Σταθμπ το Μεράρχου κ. Σταυριανοπούλου τν λοιπν στρατιωτικν κα πολιτικν ρχν κατευθυνθες ες τν Στρατιωτικν Λέσχην που γένετο δεξίωσις. Τν 10ην μ.μ. νεχώρησεν κ. Πρωθυπουργς μετά τς κολουθίας του πιστρέφων ες Θεσσαλονίκην.
στήρ, 20-12-1925

Περισσότερα βλ. Εμμανουήλ Γ. Ξυνάδας, "κ το τύπου… Επισκέψεις πολιτικών αρχόντων στην Ημαθία κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι επισκέψεις των Στρατηγών Τσερούλη (7-7-1925) και Πάγκαλου (17-12-1925) στη Βέροια", Χρονικά Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, 23 (Μάι - Αυγ. 2014), 52-57.

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου