Βιογραφικό Σημείωμα και Πολεμική Δράση του οπλαρχηγού Ιωάννη Σημανίκα του Ιωάννη Σιμανίκα

Ο Ιωάννης Σημανίκας γεννήθηκε στην Νάουσα το 1876 και πέθανε στην Θεσσαλονίκη το 1941. Είχε παντρευτεί την Αθηνά Σκούρτα και απέκτησε τρείς γιούς και μια κόρη. Οι γιοί του Νικηφόρος, Μανώλης και Θεόφιλος ήταν από τους πρώτους Ναουσαίους που εντάχθηκαν ως αξιωματικοί στις τάξεις του Ε.Λ.Α.Σ.. Ειδικά ο Θεόφιλος διακρίθηκε ως καπετάνιος συνταγμάτων του Ε.Λ.Α.Σ. με το ψευδώνυμο «Νικηταράς» σε όλη την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Η κόρη του Κατίνα παντρεύτηκε μέσα στην κατοχή τον Γιάννη Γιαμά, καπετάνιο του Ε.Λ.Α.Σ. και αργότερα βουλευτή της Ένωσης Κέντρου και υπουργό.

Ο Ιωάννης Σημανίκας κατατάχθηκε εθελοντικά στον αγώνα για την διάσωση της Μακεδονίας και αφού διέφυγε στην Ελεύθερη Ελλάδα, εκπαιδεύτηκε στην Σχολή Πεζικού του Ναυπλίου. Για την ενέργεια του αυτή που έγινε λίγο πριν την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα οι Τούρκοι κατέσχεσαν την περιουσία του και την έβγαλαν σε δημοπρασία.

Αρχικά συνεργάστηκε με την Εθνική Εταιρεία και στη συνέχεια με το Μακεδονικό Κομιτάτο. Ο Ιωάννης Σημανίκας ήταν στενός συνεργάτης του Δημήτριου Καλαποθάκη, ο οποίος του πρότεινε τον Αύγουστο του 1904 να υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Ευθύμιου Καούδη στην περιοχή Καστοριάς και Φλώρινας.

Στη συνέχεια παραθέτουμε τα σημαντικότερα στοιχεία από τις επιχειρήσεις στις οποίες έλαβε μέρος :

1904

Η είσοδος του Ιωάννη Σημανίκα στην Μακεδονία έγινε στις 18 Αυγούστου του 1904 όταν διήλθε την Ελληνοτουρκική μεθόριο με το σώμα του Ευθύμιου Καούδη. Το ένοπλο αυτό σώμα  αποτελείτο από στελέχη εκπαιδευμένα στην Ελεύθερη Ελλάδα και είχε στόχο την εξάρθρωση βουλγαρικών και ρουμανικών συμμοριών κυρίως στην Δυτική Μακεδονία και την ανόρθωση του ηθικού των Ελλήνων της περιοχής. Έτσι ο Ιωάννης Σημανίκας είναι ο μόνος ντόπιος καπετάνιος της περιοχής μας που εισήλθε από την Ελεύθερη Ελλάδα με οργανωμένο ένοπλο σώμα.

Το σώμα Καούδη την περίοδο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 1904,  με την ενεργό συμμετοχή του Σημανίκα προέβη στην εκκαθάριση Βουλγαρικών ομάδων και των επικεφαλής τους ενώ επετέθη και εναντίον ρουμανιζόντων συνεργατών του Μήτρου Βλάχου.  Στην συνέχεια και μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά και την διάλυση του σώματος του, οι εναπομείναντες μαχητές ενώθηκαν με το σώμα Καούδη και ανέμεναν την άφιξη του νέου Γενικού Αρχηγού Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβα)  και του σώματος του  η οποία πραγματοποιήθηκε την 7η Νοεμβρίου του 1904. Τα ενισχυμένα πλέον σώματα Κατεχάκη και Καούδη επιτέθηκαν την 12η Νοεμβρίου  στο χωριό Σκλήθρο  που αποτελούσε  έδρα των βουλγαρικών συμμοριών και ήταν η πρώτη φορά που Έλληνες μαχητές επιχείρησαν  εναντίον αμιγούς Εξαρχικού χωριού το οποίο μάλιστα είχε ισχυρότατη ένοπλη φρουρά. Το γεγονός θορύβησε την Βουλγαρική Κυβέρνηση,  οι κομιτατζήδες απέφευγαν την διαμονή τους σε χωριά ενώ οι Έλληνες αντάρτες επιχειρούσαν με μεγαλύτερη ευχέρεια σε όλη την Δυτική Μακεδονία.

Με την βοήθεια του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού  Καραβαγγέλη, οι Έλληνες αντάρτες πραγματοποίησαν κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου πορεία σε όλο τον ορεινό όγκο των Κορεστίων εμψυχώνοντας τον Ελληνικό πληθυσμό με αποτέλεσμα ισχυρή δύναμη κομιτατζήδων υπό τους Μήτρο Βλάχο και Κορσάκωφ να επιχειρήσει προσβολή των Ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή του Ζελόβου (Ανταρτικού). Η μάχη του Ανταρτικού (29-30 Νοεμβρίου) η οποία ακολούθησε ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη μεταξύ Ελληνικών και Βουλγαρικών σωμάτων και σε αυτή ο Σημανίκας επικεφαλής ομάδας εγκαταστάθηκε στις δυτικές παρυφές του Ανταρτικού απαγορεύοντας τις διαβάσεις από Σιάτιστα. Η μάχη έληξε  όταν επενέβη τμήμα Τουρκικού στρατού αφού όμως  οι Βούλγαροι απώλεσαν 12 άνδρες έναντι ενός τραυματία της Ελληνικής πλευράς, ενισχύοντας κατακόρυφα το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων και την εμπιστοσύνη τους στα Ελληνικά ένοπλα σώματα.

1905

Το 1905 βρίσκει τον Ιωάννη Σημανίκα επικεφαλής σώματος ενόπλων Μακεδόνων από τις περιοχές Βέροιας και Νάουσας να δρα στην ευρύτερη περιοχή του Βερμίου.

Η σημαντικότερη επιχείρηση που έφερε σε πέρας ήταν η μάχη με τις δυνάμεις του αρχικομιτατζή Γιοβάν Ζλατάν στην περιοχή του Έξω Προδρόμου. Στις 15 Απριλίου 1904 το σώμα Σημανίκα προσέγγισε την Μονή Προδρόμου για να παραλάβει 150 όπλα που είχαν μεταφερθεί στην εκεί αποθήκη από τον Γιδά. Η αποστολή του σώματος προδόθηκε στην συμμορία του Ζλατάν η οποία έστησε ενέδρα στην περιοχή. Όμως ο καπετάν Σημανίκας  έχοντας προνοήσει να προβεί σε κατόπτευση της περιοχής με προπομπούς αντιλήφθηκε την ενέδρα, άλλαξε πορεία και ανέμενε ο ίδιος με το σώμα του σε θέση ενέδρας την συμμορία του Ζλατάν. Στην σφοδρή συμπλοκή που ακολούθησε στις 10 το βράδυ της 15ης Απριλίου η βουλγαρική συμμορία αποδεκατίστηκε αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 15 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες από τους 65 άνδρες της συνολικής της δύναμης.

1906

Στην περιοχή της Νάουσας από την αρχή του 1906 αρχηγός των τοπικών σωμάτων ήταν ο Γεώργιος Κατεχάκης με οπλαρχηγούς τους Εμμανουήλ Σκουντρή, Κωνσταντίνο Γαρέφη, Εμμανουήλ Κατσίγαρη και Ιωάννη Σημανίκα.

Στις 15 Μαρτίου 1906 έξω από το Ζερβοχώρι το σώμα Σημανίκα συγκρούστηκε με ενισχυμένο Τουρκικό απόσπασμα με αποτέλεσμα τον θάνατο 17 τούρκων στρατιωτών και 3 Ελλήνων μαχητών. Το παραπάνω γεγονός που αναφέρεται  και στην επίσημη Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, κατέδειξε την ικανότητα και ετοιμότητα του σώματος Σημανίκα να επιχειρεί και εναντίον τακτικού στρατού.

Η επόμενη σύγκρουση στην οποία έλαβε μέρος δεν ήταν ανάλογα επιτυχής. Συγκεκριμένα στις 11 Απριλίου ο Κατεχάκης με τους άνδρες του σπεύδει σε συνάντηση του οπλαρχηγού Μανώλη Μπενή ο οποίος για πολλοστή φορά εισέρχεται στην Μακεδονία με σώμα Κρητών εθελοντών και πολεμικά εφόδια, έχει δε στρατοπεδεύσει στην θέση Χοντροσούγκλα μεταξύ Νάουσας και Στενημάχου. Προς την περιοχή κινούνται και τα σώματα Σκουντρή, Κατσίγαρη και Σημανίκα παρά τις αντιρρήσεις του Ναουσαίου οπλαρχηγού που προειδοποίησε τα σώματα να μην κινηθούν προς την ρεματιά της «Χοντροσούγκλας» γιατί υπήρχε κίνδυνος να παγιδευτούν. Δυστυχώς μετά από προδοσία τα Ελληνικά τμήματα υπό την γενική αρχηγία του Κατεχάκη πέφτουν σε καλοστημένη παγίδα και συμπλέκονται με ισχυρή δύναμη Τουρκικού στρατού.  Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν να προκληθούν σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν και οι Ελληνικές δυνάμεις μετρούν 13 αντάρτες πεσόντες   και  αρκετούς τραυματίες μεταξύ των οποίων και οι οπλαρχηγοί Κατεχάκης και Κατσίγαρης. Παρά την αρνητική εξέλιξη της μάχης της «Χοντροσούγκλας» και την διάλυση του σώματος Κατσίγαρη, ο Ιωάννης Σημανίκας με τους άνδρες που του απέμειναν συνεχίζει τον αγώνα μέχρι τέλους.

Η επόμενη σημαντική μάχη που έδωσε το σώμα Σημανίκα το έτος 1906  ήταν στις 15 Νοεμβρίου στην θέση «Βέσοβα», όπου συνεπλάκη με πολυμελή Βουλγαρική τσέτα στην οποία συμμετείχε και ο εξωμότης Στέργιος Μπαλαούρας. Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της τσέτας αφού οι απώλειες των Βούλγαρων ανήλθαν σε 8 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ο Μπαλαούρας.

1907
Το 1907 συνεχίστηκε η πολεμική δράση του σώματος Σημανίκα σε όλη την ευρύτερη περιοχή του Βερμίου αλλά και στις πεδινές περιοχές της Νάουσας. Σαφής αναφορά για δράση του σώματος στα επίσημα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού υπάρχει για τις 10 Απριλίου, όταν αναφέρεται συμπλοκή του σώματος με τσέτα κομιτατζήδων σε περιοχή του Βερμίου, κατά την οποία σκοτώνονται τρείς Βούλγαροι και ένας Έλληνας μαχητής. 

1908

Από τα τέλη του 1907  και μέχρι τον Ιούλιο του 1908 (Νεοτουρκική Επανάσταση και διακήρυξη Συντάγματος την 11 Ιουλίου 1908), το αρχηγείο Βερμίου ανέλαβε ο ανθυπασπιστής πεζικού Νικόλαος Τσίπουρας (Τράϊκος). Όλο το 1908 το σώμα Τσίπουρα ενισχυμένο με τα σώματα των επιλοχιών πυροβολικού Βασιλείου Σταυρόπουλου (Κόρακας) και Γεωργίου Φραγκάκου (Μαλέας) μαζί με το σώμα Σημανίκα, ασχολήθηκαν με επιχειρήσεις στο Βέρμιο και σε κοντινές περιοχές.

Η δράση τους έληξε με την επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων και την χορήγηση γενικής αμνηστίας σε όλα τα αντάρτικα σώματα, ανεξάρτητα από εθνικότητα που δρούσαν στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάνοντας χρήση της αμνηστίας τα Ελληνικά αντάρτικα σώματα, οι βουλγάρικες συμμορίες και αυτές των ρουμανιζόντων προσήλθαν ομαδικά στις πόλεις και παρέδωσαν τον οπλισμό τους στις τουρκικές αρχές. Οι καταθέσαντες τα όπλα Έλληνες μαχητές στην Μακεδονία ανήλθαν σε 217. Αυτοί βεβαίως ήταν μόνο οι γηγενείς Μακεδόνες, αφού οι Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες μαζί με τους Κρήτες οπλαρχηγούς και οπλίτες επέστρεψαν με τον οπλισμό τους στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Έτσι και στο Βέρμιο ο Τσίπουρας και όλοι οι Έλληνες μαχητές επέστρεψαν στην Ελλάδα και οι Μακεδόνες μαχητές υπό τον Ναουσαίο οπλαρχηγόΣημανίκα, παρέδωσαν τον οπλισμό τους στις τουρκικές αρχές (σχετική φωτογραφία εμπρός από τα δικαστήρια της Βέροιας).  

Στην πράξη τα ντόπια σώματα δεν αφοπλίστηκαν πραγματικά, αντίθετα επανεξοπλίστηκαν ιδίως αυτά των περιοχών Νάουσας και Έδεσσας, ώστε να υπάρχει στο μέλλον ετοιμότητα δράσης εάν υφίστατο ανάγκη.  

Μετά το επίσημο τέλος του Μακεδονικού Αγώνα ο Ιωάννης Σημανίκας αναγκάστηκε για λόγους ασφαλείας να καταφύγει στην Αθήνα. Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο συμμετείχε επικεφαλής δικής του ομάδας και μπήκε ελευθερωτής στην γενέτειρά του Νάουσα, φέροντας τον βαθμό του υπολοχαγού του Ελληνικού Στρατού. 

  Βιβλιογραφία
•    «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα». Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. Αθήνα 1979.
•    Χρήστος Νεράντζης. «Ο Μακεδονικός Αγώνας». Αθήνα 1984.
•    Στέργιου Αποστόλου – Εμμανουήλ Βαλσαμίδη. «Η μάχη της Χοντροσούγκλας». Νάουσα 2008.
•    Αντώνιος Κολτσίδας. «Η Ιστορία της Βέροιας». Βέροια 2013.
•    Άγγελου Βαλταδώρου. «Ιωάννης Σημανίκας ο Ναουσαίος οπλαρχηγός».  Άρθρο στην εφημερίδα Φωνή της Ναούσης.
•    Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Φωτογραφικό αρχείο και αναφορές.
•    Βικιπαίδεια - λήμμα Μακεδονομάχοι.
•    Βικιπαίδεια – λήμμα Έλληνες Στρατιωτικοί.

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου