Μια Μιγάλ(η) Παρασκιβή - Βούλα Χατζίκου

Ξημέρουσιν Βαϊός κ’η κυρά Φουτέν(η) διέν είχιν βγάλ(ει) ακόμα τουν Ιπιτάφιου απ’ του μάγκανου. Χρόνουν κιρόν τουν κιντούσιν κι πού να μπιτίσ(ει)... Του Σαββατόβραδου τουν έβγαλιν απ’ του στιλβί κι τώρα τουν καμάρουνιν που στραφτουκουπούσιν...
Άλλαξιν να πάν(ει) στ’ν ικκλησιά να πάρ(ει) βάϊα κι διέν τ’ φεύγουνταν... Πάϊνιν γυρνούσιν στου τζιαμακιάν(ι), τηρούσιν τουν ιπιτάφιου, τουν καμάρουνιν κι παραμιρνούσιν τα μούτσιανα που πάϊναν να τουν φκιάσουν «μα», για να μην τουν λιρώσουν μι τα χειρούδια τα. Άρξιν να πάν(ει) στ’ν ικκλησιά. Όσου πρόφτασιν «του πιδί στ’ μέσ(η)». Αυτό ίλιγιν... «Η υπερέχουσα πάντα νουν, φρουρήσει τας καρδίας υμών, και τα νοήματα υμών εν Χριστώ Ιησού»... Οι γνιαίκις άμα άκσαν... «εν Χριστώ Ιησού»... σταυρουκουπήθκαν κι του πιδί χίρσιν να λιέει πάρα κάτ’... «Το λοιπόν αδελφοίοίοίοί...». Άμα μπίτσιν η «Απόστουλους», σταυρουκουπήθκιν η κυρά Φουτέν(η) κ’η νου τ’ς πήγιν πάλι στουν Ιπιτάφιου... Ήταν η πρώτ(η) κιντήστρα μέσ’ τ’ Βεργιά... Όλις οι καλές οι προίκις απ’ τα χέργια τ’ς πέρασαν... Κι αν διέν κέντσιν χρυσές βρακουζούνις... ζνάρια μι χρυσή ιτρά... τζιβρέδις... μπάντις... μαξιλαρουθήκις... Τώρα τ’ν αξίουσιν η Θος να κιντήσ(ει) κι Ιπιτάφιου...

Λίγου ν’ τόκς;... Ως του βράδ(υ) μι τι αυτόν πιδεύουνταν. Δα τουν μπίτζιν αρχήτιρα, καλά μα χασουμέρσιν μι τ’ς λαζαρίνις που πλαλούσαν απού μαχαλάν σι μαχαλάν κι χόριβαν... Ήθιλιν να φκιάσ(ει) κι αυτήν η καημέν(η) σιργιάν(ι)... Μέρα νύχτα είχιν βγάλ(ει) τα μάτχια τ’ς μι του βιλόν(ι)... Η σειρά τ’ς διέν ήταν για να ξινουδλιεύ(ει). Ήταν Κουτούλα νταμάρ(ι)... πρώτου σόι... καλά μα ξέπισαν πουλύ κι δουξασμένου τ’ όνουμα τ’, είχιν μάθ(ει) να κιντάει απ’τ’ θειά τ’ς τ’ Λισάβου που τ’ν πήριν για κουρίτσ(ι) κι να λιγουστεύουν τα στόματα που είχιν να τάϊσ(ει) η πατέρας τ’ς...

Αυτά συλλουϊούνταν η κυρά Φουτέν(η) όταν άκσιν τουν παπα Δημήτρη να λιέει «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ...». Σταυρουκουπήθκιν κι συλλουΐσκιν πως είνι, αμαρτία να έχ(ει) αλλού του νου τ’ς τ’ν ώρα που η αφιέντ’ς δγιάβαζιν του Βαγγέλιου... Στ’ν απόλτσ(η) πήγιν να πάρ(ει) αντίδιρου κ’η παπα Δημήτρης τ’ ρώτσιν αν μπίτσιν τουν Ιπιτάφιου. Τουν μπίτσα αφιέντ(η), τουν μπίτσα τουν είπιν... Η αφιέντ’ς ουμιλούσιν μι τ’ν κυρά τ’ Φουτέν(η), καλά μα δε χασουμιρνούσιν... μοίραζιν τ’ αντίδιρου στ’ς γνιαίκις κι τ’ς ίλιγιν «σ’ έτη πουλλά»...

 Όσις φουρές αντάμουναν οι πιτρόπ(οι) απ’τουν Αγιάνν(η) μάλουναν. Είχαν παρ(ει) αποφασ(η) να φκιάσουν κινούργιουν Ιπιτάφιου, γιατί αυτόν που είχαν ήταν απού χαρτί κι διέν τ’ς άρζιν... Τόσ(οι) αρχουντάδις ήταν στ’ν Ινουρία, μπουρούσαν να είχαν καλύτιρουν... Γιαυτό μάζουξαν παράδις απού όλουν του μαχαλά κι απ’ τ’ς πλούσιοι κι απ’ τ’ς φτουχοί... Καλά μα δγυό απ τς τρανίτιρ(οι) τ’ς αρχουντάδις που ήταν κι πιτρόπ(οι), η Κατνάς, που τουν ίλιγαν έτσ(ι) γιατί έφκιανιν τ’ς κατίνις, κ’ η Παπανιός, διέν ούτζαν. Η Κατνάς ίλιγιν ν’ αγουράσουν Ιπιτάφιου απού πιτσί, σαν αυτόν που είχιν η Αγιαντώνιους... Η Παπανιός πάλι ίλίγιν να φκιάσουν κιντητόν... δα ήταν καλύτερους. Ούτι ου ένας ούτι ου άλλους ίλιγιν να τα βάλουν κάτ’. Τότι θύμουσιν η παπα Δημήτρης κι τ’ς είπιν: Έτσί όπως φκιάντι, δα ρθεί η Πασκαλιά κι δα είμιστι μι τουν χαρτένιου... Ιγώ δα πω τι δα φκιάσουμι... καλά μα δε δα μι πείτι όχ(ι).

Καλά αφιέντ(η) τουν είπαν κιά οι δγυό, ισύ ξιέρ’ς... Συλλουΐσκιν... ξανασυλλουΐσκιν η παπα Δημήτρης... διέν ήθιλιν να χαλάσ(ει) κανιένα χατήρ(ι), γιατί κ’ η Κατνάς κ’ η Παπανιός ήταν μνυαλουμέν(οι) ανθρώπ(οι). Να μη τ’ς βάλ(ει) τώρα η διάτανους κι μαλώσουν. Γύρσιν στουν Κατνά κι τουν είπιν: Ισύ έκ’ς δίκιου... η πιτσένιους η Ιπιτάφιους δα είνι γιρότιρους κι δα βαστήξ(ει) χρόνια κι ζαμάνια... καλά μα πότι δα τουν παραγγείλουμι στ’ Ρουσία, που τουν είχιν παραγγείλ(ει) κ’ η Αγιαντώνιους κι πότι δα μας τουν στείλουν... Δα πιράσ(ει) η Πασκαλιά... Για τιαυτό λιέου να παραγγείλουμι κιντητόν, όπους λιέει η Παπανιός. Τ’ν άλλ(η) τ’ μέρα, η παπα Δημήτρης, η Κατνάς κ’ η Παπανιός, πήγαν στου μπαζαργιάνκου ν’ αγουράσουν κόκκινου ατλάζ(ι), χρυσή ιτρά κι μπόλκου μιτάξ(ι) κι τα πήγαν στ’ν κυρά τ’ Φουτέν(η)... Καλά μα διέν είχαν ουρνιέκ(ι) κι μι χουρίς ουρνιέκ(ι) διέν κιντιούνταν. Τότι τ’ς είπιν η αφιέντ’ς να πάν’ στ’ Σαλουνίκ(η) ν’αγουράσουν ουρνιέκ(ι)...

Σαν τρύπουσιν η κυρά Φουτέν(η) του ατλάζ(ι) στου μάγγανου διέ σήκουσιν κιφάλ(ι)... Κάθι βράδ(υ) στίλβουνιν του κουμμάτ(ι) που κιντούσιν. Κέντσιν του κουρμί κι τα γράμματα μι χρυσή ιτρά κ’ είπιν πως δα φάνταζιν καλύτιρα η φουτουστέφανους αν τουν κιντούσιν μι μαργαρτάρια. Τότις όλις οι αρχόντσις έδουσαν τα χουντρότιρα τα μαργαρτάρια που είχαν... κι όταν μπίτσιν η Ιπιτάφιους η κυρά Φουτέν(η) δεν πίστφιν στα μάτχια τ’ς, πως βγήκιν απ’ τα χέργι,α τ’ς τέτχοιου θάμα...Του ταχύ καβαλίκιψαν τ’ άλουγα η Κατνάς κ’ η Παπανιός κι όταν, μι του καλό, έφτασαν στ’ Σαλουνίκ(η), ρώτσαν του χαντζή πού δα ίβρισκαν τουν καλόηρου που έφκιανιν τα ουρνιέκια κι αυτός τ’ς είπιν να πάν’ στου Μπιζιστέν(ι). Ρουτχιούντα δα φτάστι στ’ν Πόλ(η), τ’ς είπιν η αφιέντ’ς όταν τ’ς ξιπρουβουδούσιν... Κι αφνοί ρουτχιούντα έφτασαν στου Μπιζιστέν(ι) κι βρήκαν τουν καλόηρου... Αντραλίσκαν καμπόσου... καλά μα τουν βρήκαν... κι όλα γίνκαν μνιά χαρά...

Ήρθιν η Μιγάλ(η) Παρασκιβή κι έστρουσαν τουν Ιπιτάφιου... Στραφτουκουπούσιν η Χριστός μέσ’ του χρυσό κι τα μαργαρτάρια...
Μουσκουβουλούσιν η ικκλησιά απ’ του λιαλιάκ(ι), του ζαλκούμ(ι), τ’ς καλουγρίτσις κι τα μουσκουλούγδα... Όλ(η) η Βεργιά πέρασιν απ’ τουν Αγιάνν(η) για να δεί, να θαμάξ(ει) κι να προυσκνήσ(ει) τουν κινούργιου τουν Ιπιτάφιου... Οι πιτρόπ(οι) έτριβαν τα χέργια τ’ς γιατί έπισιν πουλύς παράς στ’ν ικκλησιά... Η παπα Δημήτρης διέν ήξιριν τι να φκιάσ(ει) απ’ τ’ χαρά τ’ κι απ’ τ’ν πιρηφάνεια τ’ που είχιν η ικκλησιά τ’ τουν καλύτιρου τουν Ιπιτάφιου...

Καλά μα η διάτανους έβαλιν του πουδάρι τ’... Όλα τα χρόνια τουν Ιπιτάφιου τουν τριουρνούσαν γύρου απ’ τ’ν ικκλησιά. Απού ιπέρσ(ι) χίρσαν να τουν τριουρνούν σ’ όλ(η) τ’ν ινουρία... Τ’ μνιά τ’ χρουνιά είπαν δα τουν τριουρνούσαν απού δέξα στ’ς μαχαλάδις κι τ’ν άλλ(η) τ’ χρουνιά απού ζέρβα, για να μην έχ(ει) κανιένας παράπουνου... Ιπέρσ(ι) τουν πέρασαν απού δέξα, που ήταν κι του σπίτ(ι) τ’ Κατνά. Ιφέτου δα τουν πιρνούσαν απού ζέρβα που ήταν του σπίτ(ι) τ’ Παπανιό. Ιπέρσ(ι) ήταν η αλάϊα τ’ Κατνά... Ιφέτου ήταν η αλάϊα τ’ Παπανιό... 
Κόντιβιν να βραδιάσ(ει) όταν έβγαλαν τουν Ιπιτάφιου να τουν τριουρίσουν... Καλά μα η αφιέντ’ς αστόησιν πως ήταν η αλάϊα τ’ Παπανιό κι τράφξιν δέξα... Η Παπανιός είχιν απουμείνει παραπίσου για να σκώσ(ει) του κουβούκλιου απ’ τ’ μέσ(η) κι ώσπου να πάρ(ει) χαμπάρ(ι) τι γίνκιν... η αφιέντ’ς είχιν τραβήξ(ει) πουλύ. Πλάλξιν αγλήγουρα κι φώναξιν... αφιέντ(η)... αφιέντ(η)... η θκιά μ’η αλάϊα είνι... γύρνα πίσου... γύρνα πίσου... Τότις η αφιέντ’ς κατάλαβιν του λάθους... καλά μα τι να φκιάσ(ει);... πώς να τραβήξ(ει) μπρουστά, αφού ήταν η αλάϊα τ’ Παπανιό;... Να γυρίσ(ει) τ’ς ουπίσ’ διέ γένουνταν... Πού ακούσκιν Ιπιτάφιους να πααίν(ει) τ’ς ουπίσ’. Η Κατνάς τουν φώναζιν... αφιέντ(η)... τράβα μπρουστά... δα νυχτώσ(ει)... τράβα... Η Παπανιός σαν τ’ άκσιν θύμουσιν κι τουν φώναξιν... αφιέντ(η)... ισύ δα τα ούτσις μι τουν Κατνά, για τιαυτό τράφξις δέξα... αφού ξιέρ’ς πως είνι η θκιά μ’η αλαία... Κι πε ου ένας... πε ου άλλους... αρπακώθκαν... κι χώρσιν η Ινουρία σι δγυό μιργές... Τράβα ου ένας μπρουστά... γύρνα η άλλους τ’ς ουπίσ’... τράβα ου ένας τουν Ιπιτάφιου... τράβα η άλλους τουν Ιπιτάφιου... τουν ξέσκσαν... κι χύθκαν καταή όλα τα μαργαριτάρια...

Φουβήθκαν η κόσμους τ’ν αμαρτία... κι έφυγαν πλαλούντα στα σπίτχια τ’ς... έτριμαν... διέν ήξιραν τι να φκιάσουν... χίρσαν να θυμνιατίζουν για να μη τ’ς βρεί του κακό... Δεν απόμνιν σι κείνου τουν τόπου κανιένας... μούγκι η παπα Δημήτρης, που είχιν γίν(ει) κίτρινους σαν πιθαμένους, η Κατνάς, η Παπανιός, η καντηλανάφτ’ς κι κανα δγυό παππούδις... Θέλ(ει) να πουν πως ήταν κ’ η Τσιαούσουλους... Είχιν φκιάσ(ει) πουλλές αμαρτίις κι γι' αυτό όπ(ου) άκουγιν πιθαμένουν τουν συνόδιβιν για να σχουρθεί... Στέκουνταν όλνοι κι τηργιούνταν σα χαζοί... διέν ήξιραν τι να φκιάσουν... είχαν παγώσ(ει)...

Τότις η αφιέντ’ς σιέφκιν στ’ν ικκλησιά, πήριν του κισμιρένιου του σιντόν(ι), που του είχιν χαρίσ(ει) η Τσιουπιλούδα για να του στρώσουν στου κουβούκλιου που δα άπλουναν τουν Ιπιτάφιου, είπιν τουν Κατνά κι τουν Παπανιό να του τσακώσουν απ’ τ’ς κόχις, μι δάκρα στα μάτχια προυσκύντσιν τουν Ιπιτάφιου, τουν σήκουσιν απού κάτ’, τουν έβαλιν απάν’ στου σιντόν(ι) κι τράφξαν για τ’ν ικκλησιά... Μπρουστά πάηνιν η αφιέντ’ς μι τ’ λαμπάδα κι του θυμνιατό κι απού πίσου έρχουνταν οι παππούδις που είχαν απουμείν(ει) για να συνουδέψουν τουν Ιπιτάφιου... Σα σιέφκαν στ’ν ικκλησιά τουν άπλουσαν στου κουβούκλιου κι σα γουνάτσαν, δε σήκουσαν του κιφάλι τ’ς ως του προυΐ... Η αφιέντ’ς πάινιν γυρνούσιν στου Ιερό... διάβαζιν... διάβαζιν... θυμνιάτζιν... έβγινιν στ’ Αγια Θόρια, ίλιγιν καμνιά ιφκή... κι οι αλνοί απ’ όξου ίλιγαν αμήν... Καλά που ήταν η καντηλανάφτ’ς κι λίγου ψάλτ’ς ... ανέφκιν στου ψαλτήρ(ι), διάβαζιν κι αυτός για να ξιαπουστάσ(ει) καμπόσου κι η δόλιους η αφιέντ’ς...

Άμα ξημέρουσιν, η Κατνάς κ’ η Παπανιός πήγαν στου Δισπότ(η) κι έπισαν σι «ήμαρτουν»... Η Δισπότ’ς διέν ήθιλιν να τ’ς ιδεί στα μάτχια τ’, καλά μα σιέφκιν η αφιέντ’ς κι τουν είπιν: Άγι’ Δέσπουτα, σχώρνα τους... είνι καλοί Χριστχιανοί κι καλοί νοικουκυροί... Αφνοί πλάλξαν για να φκιάσουν τουν Ιπιτάφιου... καλά μα ήταν η κακιά η ώρα... έβαλίν η διάτανους του πουδάρι, τ’... σχώρνα τους... Κ’ η Δισπότ’ς τ’ς έρξιν «βαρύν κάνουναν» για να σχουρθούν...

Ξημέρουνιν του Μιγάλου του Σαββάτου κι κανένας νοικουκύρ’ς διέν έσφαξιν τ’ αρνί τ’... φουβούνταν να δεί αίμα... Έβαναν μι του νου τ’ς του Χριστό ξισκιζμένου κι έτσ’ πως ήταν του ατλάζ(ι) κόκκινου τ’ς φάνκιν σα ματουμένου... Αλνοί είπαν πως τα μαργαριτάρια όταν χύθκαν γίνκαν δάκρα... Όλ(η) η Βεργιά έβαξιν για του κακό που γίνκιν... Πάϊναν οι γνιαίκις στουν τόπου που έπισιν η Χριστός κι άναβαν κηριά... Φουβούνταν να διαπιράσουν ικείνου του μέρους κι πάϊναν απού τριούρ(ι). Για να φύγ(ει) η φόβους απ’ τουν κόσμου κατέφκιν η Δισπότ’ς στουν Αγιάνν(η) κι έφκιασιν του «Χριστός Ανέστη» σι κείνουν τουν τόπου... Πρώτους τουν διαπέρασιν αυτός κι τ’ς είπιν: Τώρα διαπιράστι κι μη φουβάστι... η Χριστός αναστήθκιν... σχουρέθκιν η αμαρτία... Τουν διαπέρασιν η αφιέντ’ς, αφού είπιν πρώτα του Χριστός Ανέστη κι φίλτσιν του χέρ(ι) τ’ Δισπότ(η)... Ένας - ένας ίλιγαν Χριστός Ανέστη, διαπιρνούσαν τουν τόπου, φιλούσαν του χέρ(ι) τ’ Δισπότ(η) κι αυτός τ’ς ίλιγιν, Αληθώς Ανέστη κι σ’ έτη πουλλά...

Άμα πέρασιν η Πασκαλιά, η κυρά Φουτέν(η) μι βαργιά καρδιά ξαναπήριν τουν Ιπιτάφιου κι έβαλιν όλα τα δυνατά τ’ς για να τουν φκιάσ(ει) όπους ήταν... Μούνκι η φουτουστέφανους είχιν τώρα μνιά σειρά μαργαριτάρια που τ’ς τα είχιν δώσ(ει) η Κατνού κ’ η Παπανιούδα...

Κι όσου συλλουίούνταν η κυρά Φουτέν(η) πως είχιν τουν Κατνά γαμπρόν στ’ν αγγουνή τ’ς, διέν του χουρούσιν η νου τ’ς...

Οι μανιές που αδουκιούνταν όλα όσα γίνκαν κι τα είδαν μι τα μάτια τ’ς, τα ίλιγαν στ’ αγγόνια τ’ς... κι αυτά πάϊναν τ’ Μιγάλ(η) Παρασκιβή στουν Αγιάνν(η) για να φκιάσουν «μα» τουν καημένου του Χριστό, που οι ανθρώποι τουν ξέσκσαν... τουν έρριξαν καταή... τουν άφκαν μαναχό τ’... έφυγαν... κ’ ύστιρα τουν παρακαλούσαν κλαίουντα να τ’ς σχουρέσ(ει)... Κόσμους είνι αυτός... Ντουνιάς ψεύκους που λιέν... Ισύ δα τουν μάθ’ς τιρμπιέν;


Από τις "Βεργιώτικες Ιστορίες και Παραμύθια" της Βούλας Χατζίκου

Επικοινωνία - Όροι χρήσης

Επικοινωνία 

Διεύθυνση
Παύλου Μελά & Μπιζανίου Βέροια Τ.Κ 591 00
Τηλέφωνο  
2331078127 - 2331078100
Email: info@veriahistory.gr
Όροι Χρήσης
Ιστοσελίδας
 

Δήλωση προστασίας προσωπικών δεδομένων
  Σημείωμα 
Ο δικτυακός χώρος veriahistory.gr βρίσκεται σε περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας και υπόκειται σε συνεχόμενες λειτουργικές και δομικές αλλαγές καθώς και συνεχόμενη προσθήκη περιεχομένου